κατοικητήριον

κατοικητήριον
2732 κατοικητήριον
{сущ., 2}
жилище, обитель (Еф. 2:22; Откр. 18:2). LXX: 4186 (בָשׁוֹמ), 4583 (ןוֹעָמ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κατοικητήριον" в других словарях:

  • κατοικητήριον — dwellingplace neut nom/voc/acc sg κατοικητήριος masc acc sg κατοικητήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητηρίου — κατοικητήριον dwellingplace neut gen sg κατοικητήριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητηρίῳ — κατοικητήριον dwellingplace neut dat sg κατοικητήριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήρια — κατοικητήριον dwellingplace neut nom/voc/acc pl κατοικητήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] …   Dictionary of Greek

  • ԲՆԱԿԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 495 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c գ. οἱκητήριον, κατοικητήριον habitaculum, domicilium Բնակետղ. տուն եւ տեղի բնակելոյ. որ եւ ԲՆԱԿՈՒԹԻՒՆ ասի. օթեւան. օթարան. ընդունարան. եւ Տաճար. տուն տեղ. ... *Բնակարան՝ փոխանակ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԱՅՐԻ 2 — ( ) NBH 2 0202 Chronological Sequence: Early classical, 6c ՄԱՅՐԻ. μάνδρα, κατοικητήριον, κατάδυσις spelunca, latibulum, recussus. որպէս Մորի. որջ, դադարք եւ բնակութիւն գազանաց յանտառս. *Եթէ տայցէ կարիւն առիւթու զձայն իւր ʼի մայրւոյ իւրմէ: Ո՞ւր են …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»